ΒΕΛΤΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Tην τελευταία πενταετία τόσο το Υπουργείο Παιδείας, όσο και ο εγχώριος τύπος, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην επιτυχία (ή καλύτερα στη φαινομενική ‘αποτυχία’) της χώρας μας σε διεθνείς αξιολογήσεις των μαθητικών αποτελεσμάτων. Έρευνες όπως η PISA (Programme for International Student Assessment) που διοργανώνεται από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και TIMMS (Trends in International Mathematics and Science Study) που διοργανώνεται από τη Διεθνή Ένωση για την Αξιολόγηση των Μαθητικών Επιδόσεων (ΙΕΑ) φαίνεται να μας κατατάσσουν σε χώρες με μέση επίδοση χαμηλότερη του μέσου όρου των υπολοίπων συμμετεχόντων χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, ασκείται μεγάλη πίεση στα σχολεία να ανταποκριθούν σε διεθνή εκπαιδευτικά πρότυπα αναφορικά στην αποτελεσματικότητα, εφαρμόζοντας πολιτικές και πρακτικές βελτίωσης που προτείνονται από τους ίδιους τους προαναφερόμενους οργανισμούς.   

Μπροστά σ’ αυτή την πρόκληση, ακαδημαϊκοί και εκπαιδευτικοί ανά τον κόσμο εκφράζουν έντονες ανησυχίες αναφορικά στο κατά πόσο ένα σχολείο μπορεί να ανταποκριθεί ταυτοχρόνως σε μια ατζέντα αποτελεσματικότητας από τη μια μεριά, και σε μια ατζέντα εκδημοκρατισμού από την άλλη. Οι ανησυχίες αυτές ενισχύονται σχετικά με το διαπολιτισμικό σχολείο το οποίο οφείλει να πραγματώσει στόχους όπως η ισότητα, η συμπερίληψη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Για τους λόγους αυτούς, στο παρόν άρθρο εξετάζουμε ποια έννοια αποκτά η σχολική βελτίωση σε πολιτισμικά πλουραλιστικά συγκείμενα. Βασική μας παραδοχή είναι ότι το διαπολιτισμικό σχολείο δεν το απασχολεί λιγότερο η αποτελεσματικότητα, αλλά στοχεύει στη βελτίωση ΟΛΩΝ των μαθητών ανεξαιρέτως πολιτισμικού κεφαλαίου.

Τι είναι η σχολική βελτίωση;

Η σχολική βελτίωση περιλαμβάνει τις γενικότερες προσπάθειες να καταστούν τα σχολεία ένα βελτιωμένο περιβάλλον μάθησης για τους μαθητές δίνοντας έμφαση στη διαδικασία και όχι μόνο στο αποτέλεσμα. Εμπερικλείει τις στρατηγικές για εκπαιδευτική αλλαγή οι οποίες προάγουν τα μαθησιακά αποτελέσματα, αλλά και ενδυναμώνουν το ίδιο το σχολείο να διαχειρίζεται την αλλαγή. Η σχολική βελτίωση επηρεάζεται από ένα σύμπλεγμα παραγόντων, όπως:

(α) παράγοντες που σχετίζονται με το σχολείο (π.χ. σχολική ηγεσία, σχολικό κλίμα, συνεργασία, εμπλοκή της κοινότητας κτλ.),

(β) παράγοντες που σχετίζονται με τη σχολική τάξη (π.χ. κλίμα τάξης, διδακτική μεθοδολογία, πόροι κτλ.), και

(γ) παράγοντες που σχετίζονται με το ανθρώπινο δυναμικό (π.χ. επαγγελματική ανάπτυξη εκπαιδευτικών, συνθήκες εργασίας, σχέσεις εκπαιδευτικών-μαθητών κτλ.).    

Παρόλα αυτά, στο επιστημονικό αυτό πεδίο επικρατεί μια τάση για γενίκευση των ευρημάτων προσβλέποντας στην ανάπτυξη ενός αδιαφοροποίητου-ενιαίου μοντέλου σχολικής βελτίωσης. Εμμέσως πλην σαφώς, το πεδίο αντιπαρέρχεται μιας ερευνητικής ατζέντας συγκειμενοποίησης , αφού συχνά παραβλέπει τις επιμέρους συνθήκες που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα σχολεία και το ανθρώπινο δυναμικό τους, όπως για παράδειγμα ο υπερ-πλουραλιστικός χαρακτήρας του μαθητικού τους πληθυσμού. Στόχος του πεδίου συνεπώς θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη διαφοροποιημένων μοντέλων σχολικής βελτίωσης αναλόγως του συγκειμένου.    

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις της σχολικής βελτίωσης των διαπολιτισμικών σχολείων;

Η προϋπάρχουσα βιβλιογραφία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με το να γίνουν πιο συμπεριληπτικά, τα σχολεία βελτιώνονται. Σε πρόσφατή μας έρευνα εξετάσαμε τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας αλλαγής με βάση τις πεποιθήσεις διαφόρων σχολικών ιθυνόντων συμπεριλαμβανομένων των διευθυντών, εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών. Βάσει των ευρημάτων μας καταλήξαμε σε τρεις σημαντικές παραμέτρους:

  • ανάπτυξη συμπεριληπτικών σχολικών κουλτούρων,
  • προώθηση της γονεϊκής εμπλοκής (κυρίως των γονέων μεταναστευτικής βιογραφίας), και
  • ενεργός ακρόαση των φωνών των μαθητών.

Η ανάπτυξη συμπεριληπτικών σχολικών κουλτούρων περιλαμβάνει την οικοδόμησηκοινοτήτων, όπου όλοι οι σχολικοί φορείς και ιθύνοντες μπορούν να βελτιωθούν και να μάθουν ο ένας από τον άλλο. Το σχολείο προάγει την κοινωνική ισότητα, ενδυναμώνοντας όλους τους εμπλεκομένους φορείς και ενθαρρύνοντας τη συνεργασία προς ένα κοινό σκοπό. Στις συμπεριληπτικές κοινότητες, όλοι οι σχολικοί φορείς δραστηριοποιούνται σε κοινές αποφάσεις και είναι συνυπεύθυνοι εντός ενός πλαισίου αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού. Η ανάπτυξη συμπεριληπτικής σχολικής κουλτούρας επιτρέπει και την ανάπτυξη κοινοτήτων μάθησης καθώς ο καθένας μαθαίνει από τον άλλο (συλλογικά), ενώ όλοι δεσμεύονται και αφοσιώνονται στη σχολική βελτίωση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη συμπεριληπτικής σχολικής κουλτούρας είναι η πολυφωνική σχολική ηγεσία, η οποία επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός κοινού διαπολιτισμικού οράματος διαμέσου συμμετοχικών διεργασιών.

Η ενεργός ακρόαση των φωνών των μαθητών ενισχύει την επίγνωση των επιμέρους αναγκών των μαθητών, τόσο των κοινωνικό-συναισθηματικών, όσο και των μαθησιακών. Οι ίδιοι οι μαθητές μπορούν να αναγνωρίσουν και να προσδιορίσουν τους παράγοντες που παρεμποδίζουν τη συμπερίληψη τους στο σχολείο, βοηθώντας έτσι στη βελτίωση των σχολείων τους ως οντότητες συμπερίληψης. Οι μαθητές παύουν να είναι απλοί κοινωνοί των πολιτικών και των πρακτικών της σχολικής βελτίωσης, αλλά εμπλέκονται ενεργά στη διαμόρφωση και εφαρμογή τους.

Η προώθηση της γονεϊκής εμπλοκής αποτελεί κριτικό παράγοντα της βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, της μείωσης της σχολικής διαρροής και της ενίσχυσης των θετικών στάσεων προς το σχολείο και την αξία της εκπαίδευσης. Τα επιτυχή δίκτυα σχολείου-οικογένειας έχουν τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τη σχολική κουλτούρα ως περισσότερο συμπεριληπτική, συμμετοχική και συνεργατική. Η γονεϊκή εμπλοκή αποτελεί μορφή κοινωνικού κεφαλαίου αφού συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση των νεαρών ατόμων, δίνει την ευκαιρία στους γονείς να ασκήσουν κοινωνικό έλεγχο ερχόμενοι σε επαφή με άλλους ιθύνοντες με τους οποίους μπορούν να συζητήσουν τα θέματα που τους απασχολούν, ενώ οι γονείς εξασφαλίζουν πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες για τα παιδιά τους.

Συμπερασματικά…

Η ενεργός και με νόημα εμπλοκή όλων των σχολικών φορέων και ιθυνόντων σε οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης, θα πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο στις αντίστοιχες προσπάθειες. Κρίνεται απαραίτητη η παροχή ευκαιριών, τόσο σε προνομιούχες, όσο και σε μειονοτικές ομάδες για να καθορίσουν τα προβλήματα και να εισηγηθούν πιθανές λύσεις αναφορικά στις διαπολιτισμικές σχολικές πολιτικές και πρακτικές. Οι διευθυντές θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους εκπαιδευτικούς, καθώς και τους γονείς (γηγενείς ή μετανάστες) και τα παιδιά τους, όπως και την ευρύτερη κοινωνία, να εμπλακούν ενεργά στην ενδοσχολική ηγεσία.

Υ.Γ. Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να βρείτε το πρόσφατα δημοσιευμένο άρθρο μας, στο οποίο επεξηγούνται με λεπτομέρειες και συγκεκριμένα παραδείγματα οι παράμετροι της βελτίωσης των διαπολιτισμικών σχολείων:

http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/09243453.2017.1385490 

I BUILT MY SITE FOR FREE USING