Πως το σχολειο μπορει να διαχειριστει επιτυχως τη μεταναστευτικη και προσφυγικη «κριση»;

Στην εποχή της ύστερης μετα-νεωτερικότητας, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σοβαρότατη πρόκληση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος. Σαφέστατα, η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από τον «σύγχρονο υπερ-πλουραλισμό», ο οποίος διαφέρει ποιοτικά από τον «παραδοσιακό πλουραλισμό» λόγω της παρουσίας μειονοτήτων ή μεταναστών προηγούμενων γενεών. Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες πέρασαν από τρίτες χώρες στην Ευρώπη, γεγονός το οποίο προσέλαβε διαστάσεις «κρίσης». Στο κλίμα αυτό, τα ευρωπαϊκά σχολεία αντιμετωπίζουν την πρόκληση της επιτυχούς διαχείρισης αυτής της «κρίσης». Υπό την έννοια αυτή, η ουσιαστική επιτυχία δεν περιλαμβάνει τίποτα λιγότερο από την απόδειξη ότι τα σχολεία σε όλη την Ευρώπη μπορούν να συμπεριλάβουν με επιτυχία τα παιδιά μεταναστευτικής και προσφυγικής βιογραφίας, τα οποία και αποτελούν το ένα τρίτο των αιτούντων ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο πλαίσιο αυτό, καλούμαστε να εξετάσουμε τις επιδράσεις της μεταναστευτικής «κρίσης» στο νόημα και τις διαδικασίες της βελτίωσης του σχολείου και της διδασκαλίας με απώτερο σκοπό την επίτευξη της συμπερίληψης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών και μαθητριών. Προκειμένου να καλλιεργήσουμε και να ενισχύσουμε για όλα τα παιδιά - γηγενείς, μειονοτικής, μεταναστευτικής και προσφυγικής βιογραφίας - την κοινωνική και ακαδημαϊκή συμπερίληψη και το αίσθημα του ανήκειν σε έναν κοινό ευρωπαϊκό χώρο, μπορούμε να βασιστούμε στην ίδια την έννοια του διαπολιτισμού. Για την UNESCO (2006), ο διαπολιτισμός υπερθεματίζει την ενσυναίσθηση, την αλληλεπίδραση και τις πολιτισμικές ανταλλαγές. Επιπλέον, αντλεί από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας με απώτερο σκοπό την ενθάρρυνση όλων των ατόμων προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό ενδυναμώνοντας κυρίως τους περιθωριοποιημένους ή καταπιεσμένους. Εξετάζοντας τον διαπολιτισμό μέσα από τον φακό της κοινωνικής δικαιοσύνης και της απο-αποικιοποίησης οφείλουμε να προχωρήσουμε προς μια «συστημική προσέγγιση που να αποσκοπεί στην οικοδόμηση ενός δίκαιου και ίσου κόσμου». Ο γνήσιος διαπολιτισμός προκύπτει από την αποδόμηση της εξουσίας, της μεριτοκρατίας, και της υποταγής. Κατά συνέπεια, αντί να επικεντρώνεται στους διακριτούς πολιτισμούς και ιστορίες, στρέφει την προσοχή του στην ανάλυση των σχέσεων εξουσίας.

Αναντίρρητα, ο στόχος της κοινωνικής, σχολικής και ακαδημαϊκής συμπερίληψης όλων ανεξαιρέτως των παιδιών μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσω της διαπολιτισμικής ανάπτυξης και βελτίωσης του σχολείου. Η ανάπτυξη και βελτίωση του σχολείου σε συνθήκες μεταναστευτικής ή προσφυγικής «κρίσης» περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα αναφοράς, και συγκεκριμένα: το δομικό και οργανωτικό επίπεδο του σχολείου, το κοινωνικό επίπεδο, το επίπεδο της διδασκαλίας και του αναλυτικού προγράμματος, και το ατομικό επίπεδο. Τόσο σε κάθε επίπεδο ξεχωριστά, όσο και εγκαρσίως των επιπέδων, προκύπτουν διάφορες συνθήκες επιτυχούς διαχείρισης της «κρίσης».

Ποιες είναι όμως αυτές οι συνθήκες; Πρωτίστως, οφείλουμε να αναφερθούμε στο άνοιγμα του σχολείου στην ευρύτερη κοινότητα. Εξωτερικοί φορείς, όπως για παράδειγμα ΜΚΟ, η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών ή ακόμη και ο επιχειρηματικός κόσμος, μπορούν δυνητικά να αναλάβουν υπευθυνότητες και καθήκοντα, τα οποία το σχολείο αδυνατεί να καλύψει. Παράλληλα, τέτοιοι φορείς έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν επιπλέον γνώσεις και δεξιότητες σχετικά με την τοπική αγορά εργασίας, καθοδηγώντας την εκπαίδευση και κατάρτισης και ενισχύοντας, συνεπώς, την οικονομική συμπερίληψη των παιδιών μεταναστευτικής βιογραφίας στη μετέπειτα πορεία τους ως ενήλικες. Ομοίως, επισημαίνουμε την αναγκαιότητα του ανοίγματος του σχολείου στις οικογένειες μεταναστευτικής βιογραφίας, παρά τα οποιοδήποτε εμπόδια που προσκόπτουν τη γονική εμπλοκή στα σχολικά δρώμενα λόγω ενός ευρέως φάσματος παραγόντων όπως ο υπερβολικός φόρτος εργασίας και οι γλωσσικοί περιορισμοί.

Μια δεύτερη προϋπόθεση της επιτυχούς διαχείρισης της μεταναστευτικής ή προσφυγικής «κρίσης» από το σχολείο αφορά στην αλλαγή των στάσεων και αντιλήψεων, όχι μόνο της σχολικής ηγεσίας και του διδακτικού προσωπικού, αλλά και του μαθητικού πληθυσμού καθώς και των οικογενειών τους, με κατεύθυνση την «ανοιχτομυαλοσύνη», την ενσυναίσθηση, και τον κριτικό (αυτο)αναστοχασμό. Επιπροσθέτως, μια τρίτη παράμετρος εστιάζει στη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών και άλλων επιστημόνων, όπως για παράδειγμα εκπαιδευτικών ψυχολόγων για σκοπούς διαχείρισης του τραύματος σε παιδιά προσφυγικής βιογραφίας.

Κατά τέταρτον, το κράτος οφείλει να μεριμνήσει για μακρόχρονη παροχή επιπρόσθετων πόρων σε μέσα, χρόνο και ανθρώπινο δυναμικό σε συγκεκριμένα σχολεία προκειμένου αυτά να κατορθώσουν να ανταποκριθούν καλύτερα στις επιμέρους ανάγκες που προκύπτουν λόγω της αυξημένης παρουσίας παιδιών μεταναστευτικής ή προσφυγικής βιογραφίας. Τέλος, μια πέμπτη προϋπόθεση της επιτυχούς διαχείρισης της «κρίσης» αφορά στην κατάρτιση, ειδικότερα των εκπαιδευτικών, προκειμένου να κατανοήσουν εις βάθος θέματα που άπτονται της δημογραφικής αλλαγής, της μετανάστευσης, της επίτευξης ισορροπίας μεταξύ συνοχής και πλουραλισμού, τις πολιτισμικές και διαπολιτισμικές ικανότητες, και τα πολιτισμικά σενάρια (cultural scripts), αλλά και για την καλύτερη διαχείριση των γλωσσικών ζητημάτων και των τραυματικών εμπειριών των παιδιών.

Προκειμένου να ανταποκριθούμε με επιτυχία στον στόχο της επιτυχούς διαχείρισης της «κρίσης» οφείλουμε να δημιουργήσουμε «πόρους ελπίδας» (resources of hope). Οι «πόροι της (ισχυρής και βάσιμης) ελπίδας» περιλαμβάνουν ένα αλληλένδετο σύνολο διαρθρωτικών, πολιτισμικών και παιδαγωγικών στρατηγικών. Αρχικά, οι διαρθρωτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του σχολικού πλάνου, των αναλυτικών προγραμμάτων, και των προγραμμάτων επαγγελματικής μάθησης στη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του διαπολιτισμού. Κατά δεύτερον, διάφορες πολιτισμικές στρατηγικές πρέπει να αξιοποιούνται για την ανάπτυξη της σχολικής κουλτούρας που προάγει το ήθος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, η σχολική κουλτούρα οφείλει να ενισχύει τη συνεργατική μάθηση, τη μάθηση με γνώμονα την επιτυχία όλων ανεξαιρέτως των παιδιών, καθώς και την κουλτούρα διαπραγμάτευσης και επιχειρηματολογίας στη μάθηση και τη διδασκαλία. Τέλος, οι παιδαγωγικές στρατηγικές αφορούν στον ίδιο τον αναπροσανατολισμό της διαδικασίας της μάθησης προς την κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του διαπολιτισμού.

Εν κατακλείδι, για τη βελτίωση και την επιτυχία των διαπολιτισμικών και κοινωνικά δίκαιων σχολείων, ο διάλογος προκύπτει ως αδήριτη και επιτακτική ανάγκη. Υπό αυτή την έννοια, είναι ζωτικής σημασίας η ενεργός εμπλοκή όλων των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών μεταναστευτικής και προσφυγικής βιογραφίας, στις αποφάσεις που σχετίζονται με τη μάθηση και την αξιολόγησή τους, αλλά και στις αποφάσεις που σχετίζονται με την ανάπτυξη του αναλυτικού προγράμματος με βάση τις προσδοκίες, τα μαθησιακά τους προφίλ, το θρησκευτικό, γλωσσικό και πολιτισμικό τους υπόβαθρο, αλλά και τα ενδιαφέροντα τους. Στη βάση αυτή, η ακρόαση των φωνών των παιδιών με σκοπό τη διασφάλιση της ενεργούς εμπλοκής τους στον σχολικό σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχούς διαχείρισης της μεταναστευτικής και προσφυγικής «κρίσης».


* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Economy Today, τεύχος Σεπτεμβρίου.

I BUILT MY SITE FOR FREE USING